- αγαλήνευτος
- -η, -ο [γαληνεύω]1. (για ανθρώπους) ανήσυχος, ταραγμένος, ακαλμάριστος2. (για τη θάλασσα) τρικυμισμένος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγαλήνευτος — η, ο αυτός που δεν είναι γαληνεμένος, ο ταραγμένος: Ήταν αγαλήνευτος, μόλο που είχε περάσει αρκετός καιρός από τότε που άλλαξαν τα βαριά λόγια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγάληνος — η, ο [γαλήνη] ο αγαλήνευτος* … Dictionary of Greek
αγαλήνιστος — η, ο [γαληνίζω] ο αγαλήνευτος* … Dictionary of Greek
ακατάσβεστος — η, ο (Α ἀκατάσβεστος, ον) [κατασβέννυμι] αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να σβήσει εντελώς νεοελλ. μτφ. ο ασίγητος, ο αγαλήνευτος … Dictionary of Greek